- ακουαρελίστας
- οθηλ. -ίστρια (λ. ιταλ.), ο ζωγράφος που κάνει ακουαρέλες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακουαρελίστας — ο ζωγράφος που χρησιμοποιεί χρώματα ακουαρέλας, υδατογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. aquarelliste] … Dictionary of Greek
-ίστας — αντιδάνεια κατάλ., πρβλ. ιταλ. ista (< λατ. ista < αρχ. ελλ. ιστής). Οι περισσότερες ελλ. λ. σε ίστας είναι μεταφορές στην ελλ. ξένων όρων (πρβλ. κατωτέρω). Εν τούτοις η κατάλ. εντάχθηκε απόλυτα στο νεοελλ. κλιτικό σύστημα, τόσο ώστε τα… … Dictionary of Greek
υδατογράφος — ο, Ν ζωγράφος υδατογραφιών, ακουαρελίστας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + γράφος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδ. Κορδέλλα] … Dictionary of Greek
υδατογράφος — ο ο ζωγράφος υδατογραφιών (βλ. λ.), αυτός που ζωγραφίζει με νερομπογιές, ο ακουαρελίστας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)